χύλωμα
(ουσ. ουδ.)
σ̑ύλωμα
['ʃiloma]
Αξ., Ουλαγ.
σύλουμα
['siluma]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. χύλωμα, το οπ. από το θ. χυλω- του αρχ. ρ. χυλόω-ῶ με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βρέξιμο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ιτό τι σ̑ύλωμα 'ναι;
(Αυτό τι βρέξιμο είναι;˙ Πού βράχηκες έτσι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.