ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χύλωμα (ουσ. ουδ.) σ̑ύλωμα ['ʃiloma] Αξ., Ουλαγ. σύλουμα ['siluma] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. χύλωμα, το οπ. από το θ. χυλω- του αρχ. ρ. χυλόω-ῶ με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βρέξιμο ό.π.τ. : || Φρ. Ιτό τι σ̑ύλωμα 'ναι; (Αυτό τι βρέξιμο είναι;˙ Πού βράχηκες έτσι;) Ουλαγ. -Κεσ.