χωματοπάνι
(ουσ. ουδ.)
χωματοπάν'
[xomatoˈpan]
Αραβαν.
Aπό τα ουσ. χώμα και πανί.
Ειδικό πανί όπου άπλωναν ζεσταμένο χώμα για να τυλίξουν το μωρό