ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωρατατζής (ουσ. αρσ.) χωραταdζής [xorataˈdzis] Μαλακ., Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. χωραταντζής (Λεξ. Σομ., λ. χωρατευτής), το οπ. από το ουσ. χωρατά και το παραγωγ. επίθμ. -τζής, πβ. τουρκ. horantacı = που κάνει χωρατά.
Αυτός που κάνει χωρατά ό.π.τ.