χωρατατζής
(ουσ. αρσ.)
χωραταdζής
[xorataˈdzis]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. χωραταντζής (Λεξ. Σομ., λ. χωρατευτής), το οπ. από το ουσ. χωρατά και το παραγωγ. επίθμ. -τζής, πβ. τουρκ. horantacı = που κάνει χωρατά.
Αυτός που κάνει χωρατά
ό.π.τ.