ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωρίδι (ουσ. ουδ.) χωρίδι [xoˈriði] Αραβ., Σινασσ., Φερτάκ. χωρίδ’ [xoˈrið] Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. χωρίγι [xoˈriʝi] Αξ., Γούρδ. χωρίι [xoˈrii] Μισθ. χωρί [xoˈri] Μισθ. Από αμάρτ. ἰχωρίδιον, το οπ. από το αρχ. ἰχώρ = ιχώρ των θεών/ το υδαρές μέρος των χυμών ζώων με παραγωγ. επίθμ. -ίδι(ο)ν, βλ. Κωστάκης (1963: 280), πβ. και ποντ. ιχώριν ‘κρόκος, εντεριώνη φυτών, μυελός των οστών’. Κατά τον Κωστάκη 1977: 325) από το αρχ. χόριον = πλακούντας. Πβ. χώρι
Η ούρηση, τα ούρα ό.π.τ. : Δε μπόρισ̑καν να πιάσουν το χωρίδι τουν (Δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα ούρα τους) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντηστίχ̇ην ντου το χωρί τ’ (Δέθηκε, δηλ. σταμάτησε η ούρησή του) Μ' έπιασε και το χωρίδι μ', κόντεψε να το σαλτίσω στη στρώση (Μ' έπιασε και κατούρημα, κόντεψα να τα αμολήσω στο στρώμα) Σινασσ. -Λεύκωμα Το χωρίδι σ’ ντεν στέκοτον πάνω σ’ (Το κάτουρό σου δεν στεκόταν πάνω σου, δεν σταματούσε, δηλ. είχες ακράτεια) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 || Φρ. Χεού ντου χωρί' τσ̑είδι βρεχός (Η βροχή είναι το κάτουρο του Θεού˙ λαϊκή δοξασία για τη βροχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να πιαστεί το χωρίδι σ' (Να πιαστεί το κάτουρό σου˙ αρά, να πάθεις στραγγουρία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κάτουρο, τσακοντούρι