ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωριό (ουσ. ουδ.) χωριό [xoˈrʝo] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ. χουριό [xuˈrʝo] Σίλ. χωρίον [xoˈrion] Φάρασ. χωρίο [xoˈrio] Κίσκ. Αρσ. χωρίος [xoˈrios] Κίσκ., Σατ., Φάρασ. χωριός [xoˈrʝos] Τελμ. Από το αρχ. ουσ. χωρίον. Ο τύπ. χωριό μεσν.
1. Χωριό ό.π.τ. : Καχόδαν στην αρχή σ' Παλιοβούρλατζας του χωριό (Έμενε στην αρχή στου παλιού Βούρλατζα (= Παλιό Αγιονέρι) το χωριό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Eκεί σο χωριό ήτουν ένα χερίφος (Εκεί στο χωριό ήταν ένας άνθρωπος) Τελμ. -Dawk. Οπ' χωριό 'ναι (Είναι από χωριό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Στα έξι ημέρες ΄στέρου φάνη ο χωρίος (Ύστερα από έξι μέρες φάνηκε το χωριό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ηύρες χωριό χωρίς σ̑κυλιά και κλώρεις χωρίς ντεκανίκ' (Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και τριγυρνάς χωρίς δεκανίκι˙ Γι' αυτούς που κάνουν ό,τι θέλουν ελλείψει φοβήτρου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χωριό που φαίνεται κολαβούζο δεν θέλει (Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει˙ Δεν χρειάζεται καθοδηγητής για κάτι προφανές) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Το αρσ., συγχωριανός Φάρασ. : Έν το καό μου ο ’γαπ’τικός, ένι ο χωρίος μου (Είναι ο καλός μου φίλος, είναι ο συγχωριανός μου) Φάρασ. -Ζουρνατζ.