χωριό
(ουσ. ουδ.)
χωριό
[xoˈrʝo]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ.
χουριό
[xuˈrʝo]
Σίλ.
χωρίον
[xoˈrion]
Φάρασ.
χωρίο
[xoˈrio]
Κίσκ.
Αρσ.
χωρίος
[xoˈrios]
Κίσκ., Σατ., Φάρασ.
χωριός
[xoˈrʝos]
Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. χωρίον. Ο τύπ. χωριό μεσν.
1. Χωριό
ό.π.τ.
:
Καχόδαν στην αρχή σ' Παλιοβούρλατζας του χωριό
(Έμενε στην αρχή στου παλιού Βούρλατζα (= Παλιό Αγιονέρι) το χωριό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Eκεί σο χωριό ήτουν ένα χερίφος
(Εκεί στο χωριό ήταν ένας άνθρωπος)
Τελμ.
-Dawk.
Οπ' χωριό 'ναι
(Είναι από χωριό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Στα έξι ημέρες ΄στέρου φάνη ο χωρίος
(Ύστερα από έξι μέρες φάνηκε το χωριό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ηύρες χωριό χωρίς σ̑κυλιά και κλώρεις χωρίς ντεκανίκ'
(Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και τριγυρνάς χωρίς δεκανίκι˙ Γι' αυτούς που κάνουν ό,τι θέλουν ελλείψει φοβήτρου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χωριό που φαίνεται κολαβούζο δεν θέλει
(Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει˙ Δεν χρειάζεται καθοδηγητής για κάτι προφανές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Το αρσ., συγχωριανός
Φάρασ.
:
Έν το καό μου ο ’γαπ’τικός, ένι ο χωρίος μου
(Είναι ο καλός μου φίλος, είναι ο συγχωριανός μου)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.