ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωρισιά (ουσ. θηλ.) χωρισία [xorii'sia] Φάρασ. χωρισιά [xori'sca] Μαλακ., Ποτάμ. χωρισ̑ά [xori'ʃa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. χωρισία. Ο τύπ. χωρισιά νεότ. (Λεξ. Σομ.).
1. Αποχωρισμός Μαλακ., Ποτάμ. : || Ασμ. - Μάνα μ’, φέρε τη νύφη σου, τη μικρή Φεγγαρίνα
ας την φιλήσω μιά και δυο στα τρία χωρισιά ’ναι
( - Μάνα μου, φέρε τη νύφη σου, τη μικρή Φεγγαρίνα
ας την φιλήσω μιά και δυο, την τρίτη φορά είναι αποχωρισμός )
Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
2. Χωρισμός Φάρασ. : || Φρ. Το πολύ χαρά, φέρνει τσ̑αι χωρισία (Η πολλή χαρά φέρνει χωρισμό˙ Ως πρόληψη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Χωρίστρα Σίλ. : || Φρ. Χριστό χωρισ̑ά (Του Χριστού η χωρίστρα˙ Πολύ όμορφη χωρίστρα μαλλιών) Σίλ. -Κωστ.Σ.