χωριδιάρης
(επίθ.)
χωριδιάρ’
[xoriˈðʝar]
Φλογ.
χωριγιάρης
[xoriˈʝaris]
Αξ.
χωριγιάρ’
[xoriˈʝar]
Αξ.
Από το ουσ. χωρίδι, όπου και τύπ. χωρίγι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Κατρουλής
ό.π.τ.