ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατουρήστης (ουσ. αρσ.) κατουρήστσ̑ης [katuˈristʃis] Αραβαν. Από το ρ. κατουρώ και το παραγωγ. επίθμ. -της αναλογ. σχηματισμένο προς το χέστης-χέστσ̑ης.
Κατρουλής : || Φρ. Ο χέστσ̑ης γελά το κατουρήστσ̑η (Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρουλή˙ όταν κάποιος επικρίνει τους άλλους για δικά του ελαττώματα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κατουριέρης, τσακοντιάρης