κατουρήστης
(ουσ. αρσ.)
κατουρήστσ̑ης
[katuˈristʃis]
Αραβαν.
Από το ρ. κατουρώ και το παραγωγ. επίθμ. -της αναλογ. σχηματισμένο προς το χέστης-χέστσ̑ης.
Κατρουλής
:
|| Φρ.
Ο χέστσ̑ης γελά το κατουρήστσ̑η
(Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρουλή˙ όταν κάποιος επικρίνει τους άλλους για δικά του ελαττώματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κατουριέρης, τσακοντιάρης