κατιφές
(ουσ. αρσ.)
qατιφέ
[qatiˈfe]
Μαλακ.
κατεφέ
[kateˈfe]
Μισθ.
γατιφές
[ɣatiˈfes]
Αραβαν., Φάρασ.
γατιφα̈́ς
[ɣatiˈfæs]
Αφσάρ.
γαdιφέ
[ɣadiˈfe]
Μισθ.
γαdιφά
[ɣadiˈfa]
Μισθ.
Πληθ.
κατουφέδες
[katuˈfeðes]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. κατιφές και κατουφές (πβ. Καλλ. Ἐπιστ. 4.3.255 «πετσία κόκκινα καὶ μὲ κατιφὲ ἔνδοθεν ἐνδυμένα»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kadife = α) βελούδο β) κατιφές. Για την σημ. 2 βλ. Mackridge (2021: 64).
1. Βελούδο
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
:
Φόρ'σαν ντο κατιφεριού φορ'σ̑ές
(Του φόρεσαν βελουδένιες φορεσιές)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Είδος καλλωπιστικού άνθους, κατιφές
ό.π.τ.
3. Ως επίθ., βελούδινος
Μισθ., Φάρασ.
:
Ντα φορτσ̑ές ντα φόρουνιν τσ̑όδαν γαντιφά
(Τα ρούχα που φορούσε ήταν βελούδινα)
Μισθ.
-Κοτσαν.