ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατινίζω (ρ.) κατινίζου [katiˈnizu] Μισθ. κατ'νίζω [katˈnizo] Αξ., Φλογ. Αόρ. κάτ'νισα [ˈkatnisa] Αξ., Φλογ. Από το επίθ. κατινός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Παπαδόπουλου (1958-1961, λ. κατενίζω) από το αρχ. ρ. κατανίζω = πλένω καλά. Εσφαλμένη και η ετυμολόγ. των Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960: ΧVIII) και Τομπαΐδη & Συμεωνίδη (2002, λ. κατενίζω) από το αρχ. ρ. καταιονάω.
1. Καθαρίζω τρόφιμα Αξ., Μισθ. : Τ' αλέσμα κάτ'νισαμ' ντο (Το καθαρίσαμε το στάρι που ήταν για άλεσμα) Αξ. Κατίνιζα ψάρια σ' λαϊκή (Καθάριζα ψάρια στη λαϊκή αγορά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πβ. κατινώνω
2. Καθαρίζω από τα αγριόχορτα ή τα ζιζάνια Μισθ. : Να πάμ' να κατινίσουμ' ντα κόμματα (Να πάμε να καθαρίσουμε τα χωράφια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καταβαίνιξα, κατίνιζα δου, πακλάϊζα δου, φ'κάλεινά δου (Κατέβαινα, το καθάριζα, το ξεβρώμιζα, το σκούπιζα, ενν. το πηγάδι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Αμτβ., για πυρά, κατακάθομαι, χωνεύω Φλογ. : Το τουνdούρ' κάτ’νισεν (Το ταντούρι χώνεψε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. χωνεύω
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025