ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτζαρο (ουσ. ουδ.) κάdζ̑αρο [ˈkadʒaro] Αφσάρ., Φάρασ. Από το αμάρτ. μεσν. ουσ. *κάτζαρον (πβ. τα καταγεγραμμένα μεσν. κατζαρέα = το φυτό άρκευθος, κέδρος και κατζαρέλαιο = λάδι από άρκευθο, LBG), αγν. ετύμ. Η λ. και Κύπρ. με την σημ. ‘ξερό ξύλο, ξερόκλαδο’.
Το φυτό κέδρος ό.π.τ. : || Φρ. Σαμού ’α κουπώσουν ντα κάdζ̑αρα τα φύα τουν (Όταν θα ρίξουν οι κέδροι τα φύλλα τους˙ ποτέ, αφού οι κέδροι είναι αειθαλή δένδρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.