κάτζαρο
(ουσ. ουδ.)
κάdζ̑αρο
[ˈkadʒaro]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το αμάρτ. μεσν. ουσ. *κάτζαρον (πβ. τα καταγεγραμμένα μεσν. κατζαρέα = το φυτό άρκευθος, κέδρος και κατζαρέλαιο = λάδι από άρκευθο, LBG), αγν. ετύμ. Η λ. και Κύπρ. με την σημ. ‘ξερό ξύλο, ξερόκλαδο’.
Το φυτό κέδρος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σαμού ’α κουπώσουν ντα κάdζ̑αρα τα φύα τουν
(Όταν θα ρίξουν οι κέδροι τα φύλλα τους˙ ποτέ, αφού οι κέδροι είναι αειθαλή δένδρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.