κατεβάζω
(ρ.)
καταβάζω
[kataˈvazo]
Φλογ.
καταβάζου
[kataˈvazu]
Μισθ., Φάρασ.
κατεβάζω
[kateˈvazo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
κατεβάζου
[kateˈvazu]
Σίλ.
κατεβάνου
[kateˈvanu]
Σίλ.
Αόρ.
κατέβασα
[kateˈvasa]
Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τσουχούρ., Φλογ.
Από το μεσν. ρ. κατεβάζω (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από αρχ. ρ. καταβιβάζω.
1. Κατεβάζω, μετακινώ ή τραβώ ένα αντικείμενο προς τα κάτω
ό.π.τ.
:
Καταβάζου φαήμαδα σου κιαλλάρ'
(Κατεβάζω τρόφιμα στο υπόγειο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μέρα μισημέρ’ πού δα καταβάεις σου πλεφρό μέσα ντα ντιουφάνια;
(Μέρα μεσημέρι πού τα κατεβάζεις στο πηγάδι τα όπλα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ελάτε ’α σας κατεβάσω εδά σο qουγιού
(Ελάτε να σας κατεβάσω εδώ στο πηγάδι)
Ποτάμ.
-Dawk.
ναίκα κατέβασεν το μήλο άσο ράφ'
(Η γυναίκα κατέβασε το μήλο από το ράφι)
Τελμ.
-Dawk.
Κατέβασεν όλα τα ρισγκίνια και δεν μπήρανε
(Κατέβασε κάτω όλα τα ρούχα αλλά δεν πήρε τίποτα)
Φλογ.
-Dawk.
Σαλίσ̑κει το πένdζ̑ερε, καταβάσ̑’ και τα περντάδια τ'
(Κλείνει τα παράθυρα, και κατεβάζει τις περσίδες του)
Σίλατ.
-Dawk.
Κατέβασι πάντζιαρα
(Κατέβασε τα παντζούρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καταβάζ' ντα σαλβάρια τ'
(Κατεβάζει τα παντελόνια του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ρήν̑ν̑ει του μιτ' ένα σκοιν̑ί, κατεβάν̑ν̑ει του 'ς τη χρώστα απέσου
(Τον δένει με ένα σκοινί, τον κατεβάζει μέσα στον λάκκο)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Ίσ̑α μι ντου χέρι μ’ ένα ταχτ͑ά απ’ ντου βουνί καταβάζ’ γουρούνια
((Ένα ξύλο ίσο με το χέρι μου κατεβάζει από το βουνό γουρούνια˙ το χτένι και οι ψείρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Μτφ., ταπεινώνω κάποιον
:
|| Παροιμ.
Ασ' Χεού το χαζ’νέ ας γ’κρέψουμ’, Χεός χεμ ανεβάσ̑’ χεμ κατεβάσ̑’
(Από το ταμείο του Θεού ας ζητήσουμε, ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει
˙
να έχουμε την ελπίδα μας στον Θεό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ξεφορτώνω ή αποβιβάζω
κ.α., Μισθ., Σίλ.
:
Κατεβάνου τα απ’ τ’ αραμπά
(Τα κατεβάζω από την άμαξα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δου παπούρ’ κατέβασι μας, πού κατέβαμ', το οτιδήποτε, τσόουμι μικρός
(Το πλοίο μας κατέβασε, πού κατεβήκαμε, το οτιδήποτε, ήμουν μικρός (ενν. δεν θυμάμαι))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έλα να καταβάσουμ' ντα τσ̑ουβάλια
(έλα να κατεβάσουμε τα τσουβάλια )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ακουλ-λού άρωπος κατεβάσ̑’ το ακουλσούζ̑ ασ' το άλογό τ’
(Ο έξυπνος άνθρωπος κατεβάζει τον βλάκα από το άλογό του ˙ ο έξυπνος άνθρωποςυπερισχύει του ανόητου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αποφορτώνω
3. Για υγρό, ρίχνω ή πέφτω από ύψος
Ανακ., Αραβ., Μισθ., Φλογ.
:
Ντα νταράϊα καταβάισκαν πολύ λερό
(Οι ρεματιές κατέβαζαν πολύ νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δεν κατέβασεν ένα βρεχός και να χορτάσ' το σ̑τη η
(Δεν κατέβασε μιά βροχή για να χορτάσει νερό η γη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Κατεβάζ’ το βρέχο
(Κατεβάζει βροχή˙ θα βρέξει )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ό,τσ̑ι βρέξ̑’ ας κατεβάσ̑’
(Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ ας γίνει ό,τι είναι να γίνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το χτσ̑ήνο αν ντε χιωρήσ̑’ το τανά τ’ γάλα ντε κατεβάσ̑’
(Η αγελάδα αν δεν δει το μοσχάρι της γάλα δεν κατεβάζει˙ χρειάζονται κίνητρα για να πεισθεί κάποιος να επιτελέσει ένα έργο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.