ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατεβάζω (ρ.) καταβάζω [kataˈvazo] Φλογ. καταβάζου [kataˈvazu] Μισθ., Φάρασ. κατεβάζω [kateˈvazo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. κατεβάζου [kateˈvazu] Σίλ. κατεβάνου [kateˈvanu] Σίλ. Αόρ. κατέβασα [kateˈvasa] Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τσουχούρ., Φλογ. Από το μεσν. ρ. κατεβάζω (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από αρχ. ρ. καταβιβάζω.
1. Κατεβάζω, μετακινώ ή τραβώ ένα αντικείμενο προς τα κάτω ό.π.τ. : Καταβάζου φαήμαδα σου κιαλλάρ' (Κατεβάζω τρόφιμα στο υπόγειο) Μισθ. -Κοτσαν. Μέρα μισημέρ’ πού δα καταβάεις σου πλεφρό μέσα ντα ντιουφάνια; (Μέρα μεσημέρι πού τα κατεβάζεις στο πηγάδι τα όπλα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ελάτε ’α σας κατεβάσω εδά σο qουγιού (Ελάτε να σας κατεβάσω εδώ στο πηγάδι) Ποτάμ. -Dawk. ναίκα κατέβασεν το μήλο άσο ράφ' (Η γυναίκα κατέβασε το μήλο από το ράφι) Τελμ. -Dawk. Κατέβασεν όλα τα ρισγκίνια και δεν μπήρανε (Κατέβασε κάτω όλα τα ρούχα αλλά δεν πήρε τίποτα) Φλογ. -Dawk. Σαλίσ̑κει το πένdζ̑ερε, καταβάσ̑’ και τα περντάδια τ' (Κλείνει τα παράθυρα, και κατεβάζει τις περσίδες του) Σίλατ. -Dawk. Κατέβασι πάντζιαρα (Κατέβασε τα παντζούρια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Καταβάζ' ντα σαλβάρια τ' (Κατεβάζει τα παντελόνια του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ρήν̑ν̑ει του μιτ' ένα σκοιν̑ί, κατεβάν̑ν̑ει του 'ς τη χρώστα απέσου (Τον δένει με ένα σκοινί, τον κατεβάζει μέσα στον λάκκο) Σίλ. -Αρχέλ. Ίσ̑α μι ντου χέρι μ’ ένα ταχτ͑ά απ’ ντου βουνί καταβάζ’ γουρούνια ((Ένα ξύλο ίσο με το χέρι μου κατεβάζει από το βουνό γουρούνια˙ το χτένι και οι ψείρες) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Μτφ., ταπεινώνω κάποιον : || Παροιμ. Ασ' Χεού το χαζ’νέ ας γ’κρέψουμ’, Χεός χεμ ανεβάσ̑’ χεμ κατεβάσ̑’ (Από το ταμείο του Θεού ας ζητήσουμε, ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει ˙ να έχουμε την ελπίδα μας στον Θεό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ξεφορτώνω ή αποβιβάζω κ.α., Μισθ., Σίλ. : Κατεβάνου τα απ’ τ’ αραμπά (Τα κατεβάζω από την άμαξα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δου παπούρ’ κατέβασι μας, πού κατέβαμ', το οτιδήποτε, τσόουμι μικρός (Το πλοίο μας κατέβασε, πού κατεβήκαμε, το οτιδήποτε, ήμουν μικρός (ενν. δεν θυμάμαι)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έλα να καταβάσουμ' ντα τσ̑ουβάλια (έλα να κατεβάσουμε τα τσουβάλια ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ακουλ-λού άρωπος κατεβάσ̑’ το ακουλσούζ̑ ασ' το άλογό τ’ (Ο έξυπνος άνθρωπος κατεβάζει τον βλάκα από το άλογό του ˙ ο έξυπνος άνθρωποςυπερισχύει του ανόητου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αποφορτώνω
3. Για υγρό, ρίχνω ή πέφτω από ύψος Ανακ., Αραβ., Μισθ., Φλογ. : Ντα νταράϊα καταβάισκαν πολύ λερό (Οι ρεματιές κατέβαζαν πολύ νερό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δεν κατέβασεν ένα βρεχός και να χορτάσ' το σ̑τη η (Δεν κατέβασε μιά βροχή για να χορτάσει νερό η γη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Κατεβάζ’ το βρέχο (Κατεβάζει βροχή˙ θα βρέξει ) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ό,τσ̑ι βρέξ̑’ ας κατεβάσ̑’ (Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ ας γίνει ό,τι είναι να γίνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το χτσ̑ήνο αν ντε χιωρήσ̑’ το τανά τ’ γάλα ντε κατεβάσ̑’ (Η αγελάδα αν δεν δει το μοσχάρι της γάλα δεν κατεβάζει˙ χρειάζονται κίνητρα για να πεισθεί κάποιος να επιτελέσει ένα έργο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.