ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταχάρα (ουσ. θηλ.) καταχάρα [kataˈxara] Αξ. Πιθ. από αμάρτ. *καταχάραγον/καταχαράγι (πβ. μεσν. χαράγιον, υποκορ. του χαραγή).
Φυσιογνωμία, έκφραση του προσώπου Αξ. : Ασ' καταχάρα τ' γροίκ'σα το (Από την έκφρασή του το κατάλαβα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ετά τ' ναίκας τ' καταχάρα παραφέρ' τ' μάνα τ' (Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας μοιάζει της μάνας της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Πβ. χαραγή