καταχάρα
(ουσ. θηλ.)
καταχάρα
[kataˈxara]
Αξ.
Πιθ. από αμάρτ. *καταχάραγον/καταχαράγι (πβ. μεσν. χαράγιον, υποκορ. του χαραγή).
Φυσιογνωμία, έκφραση του προσώπου
Αξ.
:
Ασ' καταχάρα τ' γροίκ'σα το
(Από την έκφρασή του το κατάλαβα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετά τ' ναίκας τ' καταχάρα παραφέρ' τ' μάνα τ'
(Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας μοιάζει της μάνας της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
χαραγή