κατασταή
(ουσ. θηλ.)
κατασταή
[katastaˈi]
Από το διαλεκτ. ουσ. κατασταλαγή = αλισίβα, το οπ. από το μεσν. ρ. κατασταλάζω (< πρώιμ. μεσν. ρ. κατασταλάω). Πβ. και μεσν. ουσ. κατασταλακτή = απόσταγμα, με την νεότ. σημ. ‘αλισίβα, σταχτόνερο’.
Νερό με στάχτη, θολόσταχτη, αλισίβα
Φάρασ.
:
'στέρου καθόνdαν α ναίκα 'ς παρακαμίνας το κάχι· ατσ̑εί έβραζε η κατασταή
(Ύστερα καθόταν μιά γυναίκα δίπλα στην πυροστιά· εκεί έβραζε η αλισίβα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.