ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταριέμαι (ρ.) καταρούμαι [kataˈrume] Αξ., Ποτάμ., Φάρασ. καταρούμι [kataˈrumi] Μαλακ. καταριέμι [kataˈrʝemi] Μαλακ., Μισθ. καταρίζομαι [kataˈrizοme] Αραβαν. καταριζιέμι [katariˈzʝemi] Μισθ. Παρατατ. καταριόμουν [kataˈrʝomun] Τελμ. Αόρ. καταρίστα [kataˈrista] Μαλακ., Μισθ., Τζαλ., Φάρασ. καταράστα [kataˈrasta] Αξ., Μισθ., Ποτάμ. Προστ. Εν. καταρίσου [kataˈrisu] Τελμ. Μτχ. καταραμένο [kataraˈmeno] Φάρασ., Φλογ. καταραμένου [kataraˈmenu] Μαλακ., Μισθ. καταρισμένου [katariˈzmenu] Τσουχούρ. Ενεργ. καταρίζω [kataˈrizo] Φλογ. Αόρ. κατάρτσα [kaˈtartsa] Τσουχούρ. Από το αρχ. ρ. καταράομαι-ῶμαι. Ο τύπ. καταρούμαι ήδη μεσν. Ο τύπ. αορ. καταρίστην νεότ. Η μτχ. καταραμένου από ήδη μεσν. τύπ. καταραμένος.
Καταριέμαι ό.π.τ. : ναίκα ως νύχτας τ’ όημισο λάλεινε, κλαίισ̑κε και καταριότουν (H γυναίκα ως τα μεσάνυχτα μιλούσε, έκλαιγε και καταριόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καταράστην Χεγός τ’ αθρώπ’ τσ̑ι γέναν π͑αρτλάτσ̑ις (Kαταράστηκε ο Θεός τους ανθρώπους και έγιναν βάτραχοι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσείδι καταραμένου απ' ντου Χεό (Είναι καταραμενο από τον Θεό) Μισθ. -Κοτσαν. Καταράσ̑τεν ντο και νιέται γαΐπ (Τον καταράστηκε και κατόπιν εξαφανίστηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Α συννύφτσα, συννύφτσα. αdεριά καταρίσου το φσ̑άχ' (Συννυφάδα, συννυφάδα, τώρα καταράσου το παιδί σου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να είσαι 'σ' το Χριστό τσ̑αι 'σ' την Παναΐα καταραμένο (Να είσαι καταραμένος από τον Χριστό και την Παναγία) Φάρασ. -Αναστασ. Ο Χριστός τσ̑ιπ τις ναίτσ̑ις κατάρτσ̑ιν τα, αμ-μά τα τσ̑οτσ̑ούχα ποίτσ̑ιν τα άφι (Ο Χριστός καταράστηκε όλες τις γυναίκες, αλλά τα παιδιά τα συγχώρησε) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Απ' τα μέσα κάτ' γένα γιανούγαρα, λέ', καταρίστη του (Από την μέση και κάτω να πάθεις βαριά αρρώστια, λέει, τον καταράστηκε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ