καταπατώ
(ρ.)
καταπατώ
[katapaˈto]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
καταπατσώ
[katapaˈtso]
Αξ., Γούρδ.
Αόρ.
καταπάτ'σα
[kataˈpatsa]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. καταπατέω-ῶ. Ο τύπ. καταπατσώ με αναλογ. επέκτ. της προσθίωσης [ti] > [tsi] από το γ΄ στο α΄ εν.
1. Πατώ κάτι με τα πόδια μου, κλοτσοπατώ
Αξ., Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Toυ Κωσταντή το άλογο, του Κωσταντή το μαύρο
καταπατεί τη σέλλα του, τρώγει τα χαλινάρια
Σινασσ. -Λεύκωμα
καταπατεί τη σέλλα του, τρώγει τα χαλινάρια
Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Παραβιάζω, παραβαίνω
Σινασσ.
:
Καταπατώ τα λόγια του Θεού
(Παραβαίνω τα λόγια του Θεού)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
τσινεντίζω
3. Μτφ., περιφρονώ, εξευτελίζω
Αξ., Σινασσ.
:
Καταπατείς την τύχη σ’
(Περιφρονείς την τύχη σου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'ς χώρα κονdά καταπάτ'σεν ντo
(Τον εξευτέλισε μπροστά στον ξένο κόσμο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
παραμιρώ
4. Kάνω αραιή πρόχειρη ραφή
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ετά το σκίσμα καταπάτ' το λίγο
(Αυτό το σχίσιμο ράψε το λίγο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361