ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατακρούω (ρ.) κατακρούω [kataˈkruo] Φάρασ. Παρατατ. κατακρούνκα [kataˈkruŋka] Φάρασ. Αόρ. καταδέκα [kataˈðeka] Φάρασ. καταδώκα [kataˈðoka] Φάρασ. Παθ. κατακρούομαι [kataˈkruome] Φάρασ. Αρχ. ρ. κατακρούω.
Χτυπώ κάποιον ή κάτι Φάρασ. : Οι αυτένοι μας κατακρουένdαι τζ̑αι παdζ̑ιένdαι (Τα αφεντικά μας χτυπιούνται και ξεσκίζονται) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.