ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατακλείδι (ουσ. ουδ.) κατακλείδι [kataˈkliði] Φάρασ., Φλογ. κατακλείδ' [kataˈklið] Ανακ., Φλογ. κατακλεί [kataˈkli] Αραβαν., Μισθ. κατακιλεί [kataˈcili] Μισθ. κατακλείδα [kataˈkliða] Φλογ. Πληθ. κατακλείγια [kataˈkliʝa] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. κατακλείδιον, το οπ. από το ουσ. κατακλείς = σύρτης. Ο τύπ. κατακλει' με αποβολή του [ð] και αποβολή του άτονου [i].
1. Καθεμία από τις ξύλινες εξοχές στο αλέτρι που ρυθμίζουν το μάκρος του σταβαριού ό.π.τ. : Φέρ’ το τζ̑υγολόρ κι ένα κατακλείδα να περάσωμ' σο τζ̑υγολόρ’ (Φέρε το ζυγολούρι και ένα κατακλείδι να περάσουμε στο ζυγολούρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Ξύλο που μετά την τοποθέτηση των δύο τροχών στην βοϊδάμαξα εμπήγνυται στο εξωτερικό άκρο του άξονα που τους συνδέει, προκειμένου να μη βγoυν από τον άξονα Ανακ.
3. Σύρτης της πόρτας Αραβαν.