ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατακώλημα (ουσ. ουδ.) κατακώλημα [kataˈkolima] Αραβαν., Μισθ. Απὀ το αορ. θ. κατακωλη- του ρ. κατακωλώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Διωγμός, καταδίωξη ό.π.τ. : Ερυό μέρες σΰρ’σε το κατακώλημα (Η καταδίωξη κράτησε δύο μέρες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’τουν αρχίν’τσ̑αν Τούρτσ̑' ντου κατακώλημα μούλλουναμ' σα κιαλλιάρια (Όταν ἀρχιζαν οι Τούρκοι τον διωγμό κρυβόμασταν κάτω στα υπόγεια) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Εκδίωξη, διώξιμο Μισθ. : Στα πένdι απουσίις, κατακώλημα (Στις πέντε απουσίες, διώξιμο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ