καταπατιά
(ουσ. θηλ.)
καταπατιά
[katapaˈtça]
Μισθ.
Από το ρ. καταπατώ και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Είδος βελονιάς
:
|| Φρ.
Κρούγου καταπατιά
(χτυπώ μιά καταπατιά˙ πατώ μιά βελονιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
καταπάτημα