καταπιώνω
(ρ.)
καταπιώνω
[kataˈpçono]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. κατά- και αμάρτ. ρ. πιώνω από την αρχ. μτχ. πιών του ρ. πίνω (< νεότ. μτχ. πιωμένος). Πβ. διαλεκτ. ουσ. καταπιώνας = οισοφάγος.