ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαγίζω (I) (ρ.) φαγίζω [faˈʝizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ. φαγίζου [faˈʝizu] Μαλακ. φαΐζω [faˈizo] Ανακ., Φάρασ. φαΐζου [faˈizu] Σίλ. Παρατατ. φάιζα [ˈfaiza] Ανακ., Φάρασ. φαΐσκα [faˈiska] Φάρασ. Αόρ. φάισα [ˈfaisa] Φάρασ. Παθ. φαγίζομαι [faˈʝizome] Αξ. φαγίζουμι [faˈʝizumi] Μαλακ. φαγιέμι [faˈʝemi] Μισθ. Αόρ. φαγίστα [faˈʝista] Μαλακ. Από το ουσ. φαγί και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ταΐζω, τρέφω ό.π.τ. : Να ήτομαι σο σπίτι μου, και ψωμί δε σε φάιζα (Αν ήμουνα στο σπίτι μου, δε θα σε τάιζα ψωμί) Ανακ. -Cost. Παίρισ̑καμ' φτυάρια ν’ ανοίξουμ' το στράτες, να φαΐσουμ' τα ζώα μας (Παίρναμε φτυάρια, ν' ανοίξουμε τους δρόμους, να ταΐσουμε τα ζώα μας) Ανακ. -Cost. Πήρεν το γαϊρίδι. φάισεν ντα α μήο (Πήρε το γαϊδούρι, το τάισε ένα μήλο) Φάρασ. -Dawk. Του μάνα μ' καλά να του τρανείς, να του φαγί'ς, να του κοιμεί'ς (Την μάνα μου να την φροντίζεις καλά, να την ταΐζεις, να την κοιμίζεις) Μαλακ. -Dawk. Σε τα φαΐσ’ το παιρί μου (Θα ταΐσω το παιδί μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Του πουλιού το γάλα τον φαγίζει (Του πουλιού το γάλα τον ταΐζει˙ Τον περιποιείται ιδιαιτέρως) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γεντιρντίζω, καταπιώνω, μπεσλεντώ, ταγίζω
2. Μεσοπαθ., τρώγομαι Αξ., Μισθ. : Ατό το χορτάρ' φαγίζεται (Αυτό το χορτάρι τρώγεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κιργιάς ντε φαγιέτι εκεί ντη μέρα (Κρέας δεν τρώγεται εκείνη την ημέρα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887