φαγίζω (I)
(ρ.)
φαγίζω
[faˈʝizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
φαγίζου
[faˈʝizu]
Μαλακ.
φαΐζω
[faˈizo]
Ανακ., Φάρασ.
φαΐζου
[faˈizu]
Σίλ.
Παρατατ.
φάιζα
[ˈfaiza]
Ανακ., Φάρασ.
φαΐσκα
[faˈiska]
Φάρασ.
Αόρ.
φάισα
[ˈfaisa]
Φάρασ.
Παθ.
φαγίζομαι
[faˈʝizome]
Αξ.
φαγίζουμι
[faˈʝizumi]
Μαλακ.
φαγιέμι
[faˈʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
φαγίστα
[faˈʝista]
Μαλακ.
Από το ουσ. φαγί και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ταΐζω, τρέφω
ό.π.τ.
:
Να ήτομαι σο σπίτι μου, και ψωμί δε σε φάιζα
(Αν ήμουνα στο σπίτι μου, δε θα σε τάιζα ψωμί)
Ανακ.
-Cost.
Παίρισ̑καμ' φτυάρια ν’ ανοίξουμ' το στράτες, να φαΐσουμ' τα ζώα μας
(Παίρναμε φτυάρια, ν' ανοίξουμε τους δρόμους, να ταΐσουμε τα ζώα μας)
Ανακ.
-Cost.
Πήρεν το γαϊρίδι. φάισεν ντα α μήο
(Πήρε το γαϊδούρι, το τάισε ένα μήλο)
Φάρασ.
-Dawk.
Του μάνα μ' καλά να του τρανείς, να του φαγί'ς, να του κοιμεί'ς
(Την μάνα μου να την φροντίζεις καλά, να την ταΐζεις, να την κοιμίζεις)
Μαλακ.
-Dawk.
Σε τα φαΐσ’ το παιρί μου
(Θα ταΐσω το παιδί μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Του πουλιού το γάλα τον φαγίζει
(Του πουλιού το γάλα τον ταΐζει˙ Τον περιποιείται ιδιαιτέρως)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γεντιρντίζω, καταπιώνω, μπεσλεντώ, ταγίζω
2. Μεσοπαθ., τρώγομαι
Αξ., Μισθ.
:
Ατό το χορτάρ' φαγίζεται
(Αυτό το χορτάρι τρώγεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κιργιάς ντε φαγιέτι εκεί ντη μέρα
(Κρέας δεν τρώγεται εκείνη την ημέρα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887