φάγισμα
(ουσ. ουδ.)
φάγισμα
[ˈfaʝizma]
Φλογ.
Από το αορ. θ. του ρ. φαγίζω ΙΙ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ξυλοφόρτωμα
Συνών.
κοπανιά :2, κοπάνισμα :2, κρούσιμο :2, κοτέκι, Πβ.
ξυλιά
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025