κοπάνισμα
(ουσ. ουδ.)
κοπάνισμα
[koˈpanizma]
Αραβαν., Γούρδ.
κουπάνισμα
[kuˈpanizma]
Γούρδ., Μαλακ.
κουπάνημα
[kuˈpanima]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. κοπάνισμα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. κοπανίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.