ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοπάνισμα (ουσ. ουδ.) κοπάνισμα [koˈpanizma] Αραβαν., Γούρδ. κουπάνισμα [kuˈpanizma] Γούρδ., Μαλακ. κουπάνημα [kuˈpanima] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κοπάνισμα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. κοπανίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Τρίψιμο, κοπάνισμα στο γουδί ό.π.τ. Συνών. οβαλάτημα :1, τρίψιμο :1, τσάκωμα
2. Ξυλοδαρμός ό.π.τ. Συνών. κρούσιμο, κοτέκι :2, ξυλιά, ξύλο, φάγισμα