κονώνω (II)
(ρ.)
Αόρ.
κόνωσα
[ˈkonosa]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἀκόνιν (< αρχ. ἀκόνη) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, και με αποβ. του αρκτ. [a] (πβ. και μεσν. ρ. ἀκονίζω, όπου και τύπ. ‘κονίζω (< αρχ. ρ. ἀκονάω-ῶ). Εναλλακτικά, ο τύπ. κόνωσα από τον αορ. κόνισα του ρ. ακονίζω, με αφομ. (Dawkins 1916: 611).