κοπούκι
(ουσ. ουδ.)
κοπούκι
[koˈpuci]
Φάρασ.
κοπούτσ'
[koˈputs]
Μισθ.
κιοπιούτσ’
[coˈpçuts]
Μισθ.
κιοπίτσ̑ι
[coˈpitʃi]
Μισθ.
κοπίκους
[koˈpikus]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. köpük = αφρός.
1. Αφρός
ό.π.τ.
:
’τουν ντου πιάνιξιν σάρα βγάλλιξιν κιοπιούτσ̑α απ’ του στόμα
(Όταν τον έπιανε υστερία έβγαζε αφρούς από το στόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Άφθα
Μισθ.