κοράκα
(ουσ. θηλ.)
κοράκα
[koˈraka]
Μισθ.
Πληθ.
κοράτσις
[koˈratsis]
Μισθ.
Πίθ. από το μεσν. ἡ κορακία βοτάνη = είδος φυτού.
Χαμομήλι
Πβ.
κολόκα