κόπιτσα
(ουσ. θηλ.)
κόπ'τσα
[ˈkoptsa]
Γούρδ., Σίλ.
γόπ'τσα
[ˈɣoptsa]
Σίλ.
γόπ'σα
[ˈɣopsa]
Σίλ.
κόπ'σ̑α
[ˈkopʃa]
Φλογ.
Αρσ.
κοπτσ̑άς ο
[kopˈtʃas]
Φάρασ.
Πληθ.
κοπ'σ̑άδια
[kopˈʃaðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kopça.
Kόπιτσα, θηλυκωτήρι.
ό.π.τ.