ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόπιτσα (ουσ. θηλ.) κόπ'τσα [ˈkoptsa] Γούρδ., Σίλ. γόπ'τσα [ˈɣoptsa] Σίλ. γόπ'σα [ˈɣopsa] Σίλ. κόπ'σ̑α [ˈkopʃa] Φλογ. Αρσ. κοπτσ̑άς ο [kopˈtʃas] Φάρασ. Πληθ. κοπ'σ̑άδια [kopˈʃaðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. kopça.
Kόπιτσα, θηλυκωτήρι. ό.π.τ.