κοπανιά
(ουσ. θηλ.)
κουπανέ
[kupaˈne]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. κοπανιά, το οπ. από το ρ. κοπανίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ιά (<-έα).
2. Ξύλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα
:
Μου κατσέφ' νυφόκκου, τα δύου μας παλί γλύτουσαμι την κουπανέ!
(Μη μιλάς, νυφούλα μου, οι δυό μας πάλι γλυτώσαμε το ξύλο!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κοπάνισμα :2, κρούσιμο, κοτέκι :2, ξυλιά, ξύλο :3, φάγισμα