ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοπανιά (ουσ. θηλ.) κουπανέ [kupaˈne] Τσουχούρ., Φάρασ. Μεσν. ουσ. κοπανιά, το οπ. από το ρ. κοπανίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ιά (<-έα).
1. Χτύπημα : Κουπάντσεν τα αν καό κουπανέ (Του έδωσε ένα γερό χτύπημα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. δόσιμο, δόσμα, κρούσιμο, τοκάτι, τσάκωμα
2. Ξύλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα : Μου κατσέφ' νυφόκκου, τα δύου μας παλί γλύτουσαμι την κουπανέ! (Μη μιλάς, νυφούλα μου, οι δυό μας πάλι γλυτώσαμε το ξύλο!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κοπάνισμα :2, κρούσιμο, κοτέκι :2, ξυλιά, ξύλο :3, φάγισμα