ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτέκι (ουσ. ουδ.) κ͑oτ͑έκι [kʰoˈtʰeci] Φάρασ. κουτέκι [kuˈteci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kötek =α) ραβδί, μπαστούνι β) χαστούκι.
1. Ραβδί : Α ζόρε κοτέκι (Ένα μεγάλο ραβδί) Φάρασ. -Dawk. Ουλασ̑τιέσ' ο Μιλκών' μο το κοτέκι τσ̑αι κουπάντσεν τα τσ̑' έλτσεν τα 'στέ του (Πρόλαβε ο Μιλκώνης με το ραβδί και τον χτύπησε και έλιωσε τα κόκκαλά του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έβγκη δύο αράποι μο ντα κουτέκια, κουbάν’σανε το γέρο τσ̑αι τη γρα̈́ (Βγήκαν δυο αράπηδες με ραβδιά, έδειραν τον γέρο και την γριά) Φάρασ. -Dawk. Συνών. ξύλο
2. Ξυλοδαρμός Συνών. κοπάνισμα, κρούσιμο, ξυλιά, ξύλο, φάγισμα