κοτέκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑oτ͑έκι
[kʰoˈtʰeci]
Φάρασ.
κουτέκι
[kuˈteci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kötek =α) ραβδί, μπαστούνι β) χαστούκι.
1. Ραβδί
:
Α ζόρε κοτέκι
(Ένα μεγάλο ραβδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Ουλασ̑τιέσ' ο Μιλκών' μο το κοτέκι τσ̑αι κουπάντσεν τα τσ̑' έλτσεν τα 'στέ του
(Πρόλαβε ο Μιλκώνης με το ραβδί και τον χτύπησε και έλιωσε τα κόκκαλά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έβγκη δύο αράποι μο ντα κουτέκια, κουbάν’σανε το γέρο τσ̑αι τη γρα̈́
(Βγήκαν δυο αράπηδες με ραβδιά, έδειραν τον γέρο και την γριά)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
ξύλο