κοσούς
(ουσ. ουδ.)
κοσι̂́ς
[koˈsɯs]
Φλογ.
κöσούς
[køˈsus]
Μισθ.
γκοσού
[goˈsu]
Ανακ.
γκιοζσούζης
[ɉozˈsuzis]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. gözsüz = α) τυφλός β) διαλεκτ. τυφλοπόντικας.
Πβ.
κοστούς
Τυφλοπόντικας
ό.π.τ.
:
κ͑οσούς χώμα μέσα είντι
(Οι τυφλοπόντικες είναι μέσα στο χώμα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025