κοσούς
(ουσ. ουδ.)
κοσι̂́ς
[koˈsɯs]
Φλογ.
κöσούς
[køˈsus]
Μισθ.
γκοσού
[goˈsu]
Ανακ.
γκιοζσούζης
[ɉozˈsuzis]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. gözsüz = α) τυφλός β) διαλεκτ. τυφλοπόντικας.
Πβ.
κοστούς
Τυφλοπόντικας
ό.π.τ.