ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοσούς (ουσ. ουδ.) κοσι̂́ς [koˈsɯs] Φλογ. κöσούς [køˈsus] Μισθ. γκοσού [goˈsu] Ανακ. γκιοζσούζης [ɉozˈsuzis] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. gözsüz = α) τυφλός β) διαλεκτ. τυφλοπόντικας. Πβ. κοστούς
Τυφλοπόντικας ό.π.τ. : κ͑οσούς χώμα μέσα είντι (Οι τυφλοπόντικες είναι μέσα στο χώμα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025