κοτένι
(ουσ. ουδ.)
κοτένι
[koˈteni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kotan = άροτρο (< αρμεν. գոթան), όπου και διαλεκτ. τύπ. köten (THADS, λ. köten I).