αλέτρι
(ουσ. ουδ.)
αλέτρι
[aˈletri]
Γούρδ., Σίλατ., Τελμ.
αλέτιρ
[aˈletir]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
αλέτι̂ρ
[aˈletɯr]
Μισθ.
'λέτρι
[ˈletri]
Τσουχούρ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλέτριν.
Αλέτρι, άροτρο
ό.π.τ.
:
Τα βόγια ταυρούν ντ' αλέτιρ τσι λάμνει
(Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι και γίνεται το όργωμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντ' αλέτι̂ρ τσ̑ακώη
(Το αλέτρι έσπασε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
O αφτένης κάτε ημέρα ζεύτει μι σο 'λέτρι
(Ο αφέντης κάθε μέρα με ζεύει στο αλέτρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Είχαν ξυλιώνας αλέτιρια, ντου αλέτι̂ρ τσ̑όουν μι ου ξύλου, είσ̑ιν λίου γυνί απαπ'κάτ
(Είχαν ξύλινα αλέτρια, το αλέτρι ήταν από ξύλο, είχε λίγο υνί αποκάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κοτένι, σαμπάν :1