αλέτι
(ουσ. ουδ.)
α̈λα̈́τ’
[æˈlæt]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. alet = εργαλείο.
Εργαλείο
Συνών.
καγίτι
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025