αλέτι
(ουσ. ουδ.)
α̈λα̈́τ’
[æˈlæt]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. alet = εργαλείο.
Εργαλείο
Συνών.
καγίτι :3
Τροποποιήθηκε: 24/04/2025