αλειμματιέρης
(επίθ.)
αλειμματιέρη
[alimaˈtʝer]
Φάρασ.
αλειμματι-έρ'
[alimatiˈer]
Φάρασ.
αλειμμαντι-έρ'
[alimadiˈer]
Φάρασ.
Από το ουσ. άλειμμα (θ. αλειμματ-) και το παραγωγ. επιθμ. -ιέρης < -ιάρης.
2. Λαδερός
Πβ.
λαδιώνας :1