ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παχύς (επίθ.) παχύ [paˈçi] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φλογ. πα'ύ [pa'i] Αξ., Μισθ., Σίλατ. πασ̑ύς [paˈʃis] Σίλ. πασ̑ύ [paˈʃi] Ανακ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. π͑α'ύ [pʰa'i] Μισθ. Θηλ. πασ̑άσα [paˈʃasa] Σίλ. Ουδ. Πληθ. πασ̑έ [paˈʃe] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. παχύς. Το θηλ. πασ̑άσα με -άσα αναλογ. προς άλλα θηλ. σε -άσα, π.χ. πασ̑κάσα.
1. Παχύς ό.π.τ. : Tο πα'ύ το κιριάς (Το παχύ το κρέας) Σίλατ. -Dawk. Μια πασ̑άσα νάξα (Ένας παχύς σβέρκος) -Κωστ.Σ. Το σο το πουδάρι σ' είναι παχύ, μάνα μ' είναι ψελό (Το δικό σου το ποδάρι είναι παχύ, της μάνας μου είναι λεπτό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ένι πασ̑ύ αντί σ̑οιρίδι (Είναι παχύς σα γουρούνι) Φάρασ. -Αναστασ.Ιδ. || Φρ. Πασ̑ύ καφά (Χοντρό κεφάλι˙ Χοντροκέφαλος, ηλίθιος) Μαλακ. -Τζιούτζ. Γκελετζεύω παγιά (Μιλώ παχιά˙ Λέω μεγάλα λόγια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Είπαν 'dι σο λύκο κι «Ο φσόνdυός σου σοτίπως έν' μπασ̑ύ;». Τσ̑' είπεν 'di «θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου» (Είπαν στον λύκο «Ο σβέρκος σου πώς είναι τόσο παχύς;». Κι είπε «βλέπω μόνος μου τη δουλειά»˙ Για να γι σωστά μιά εργασία πρέπει να ασχοληθεί ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκαλίν, μπεσλούς, σισμάν
2. Εύφορος Μισθ. : Πα'ύ τόπους (Εύφορος τόπος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ