παχύς
(επίθ.)
παχύ
[paˈçi]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
πα'ύ
[pa'i]
Αξ., Μισθ., Σίλατ.
πασ̑ύς
[paˈʃis]
Σίλ.
πασ̑ύ
[paˈʃi]
Ανακ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
π͑α'ύ
[pʰa'i]
Μισθ.
Θηλ.
πασ̑άσα
[paˈʃasa]
Σίλ.
Ουδ. Πληθ.
πασ̑έ
[paˈʃe]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. παχύς. Το θηλ. πασ̑άσα με -άσα αναλογ. προς άλλα θηλ. σε -άσα, π.χ. πασ̑κάσα.
1. Παχύς
ό.π.τ.
:
Tο πα'ύ το κιριάς
(Το παχύ το κρέας)
Σίλατ.
-Dawk.
Μια πασ̑άσα νάξα
(Ένας παχύς σβέρκος)
-Κωστ.Σ.
Το σο το πουδάρι σ' είναι παχύ, μάνα μ' είναι ψελό
(Το δικό σου το ποδάρι είναι παχύ, της μάνας μου είναι λεπτό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ένι πασ̑ύ αντί σ̑οιρίδι
(Είναι παχύς σα γουρούνι)
Φάρασ.
-Αναστασ.Ιδ.
|| Φρ.
Πασ̑ύ καφά
(Χοντρό κεφάλι˙ Χοντροκέφαλος, ηλίθιος)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Γκελετζεύω παγιά
(Μιλώ παχιά˙ Λέω μεγάλα λόγια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Είπαν 'dι σο λύκο κι «Ο φσόνdυός σου σοτίπως έν' μπασ̑ύ;». Τσ̑' είπεν 'di «θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου»
(Είπαν στον λύκο «Ο σβέρκος σου πώς είναι τόσο παχύς;». Κι είπε «βλέπω μόνος μου τη δουλειά»˙ Για να γι σωστά μιά εργασία πρέπει να ασχοληθεί ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκαλίν, μπεσλούς, σισμάν
2. Εύφορος
Μισθ.
:
Πα'ύ τόπους
(Εύφορος τόπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ