παχλά
(ουσ. ουδ.)
π͑αχλά
[pʰaˈxla]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
παγλά
[paˈɣla]
Μαλακ.
Εν.
παχλό
[paˈxlo]
Αξ.
Αρσ.
π͑αχλάς
[pʰaˈxlas]
Φάρασ.
μπαχλάς
[baˈxlas]
Φάρασ.
Πληθ.
παχλάΐα
[paˈxlaia]
Μισθ.
Αρσ.
παχλάδε
[paˈxlaðe]
Σατ., Φάρασ.
Πληθ. Αιτ.
μπαχλάς
[baˈxlas]
Αξ.
Νεότ. ουσ. πακλά (Λεξ. Σομ., λ. χλωροκούκι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. bakla, όπου και διαλεκτ. τύπ. pahla και pağla = α) κουκκί β) διαλεκτ., φασόλι.
1. Κουκκιά
Αξ., Δίλ., Φλογ.
:
Παχλά μαύρα
(Μαύρα κουκκιά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Να σερέψω χι̂άρια, πατλιτζάνια, παχλά, ρεβύια, μαύρα παχλά
(Θα μαζέψω αγγούρια, μελιτζάνες, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Φασόλια
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Τροχ., Φάρασ.
:
Άσπρα παχλά
(Φασόλια)
Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Τροχ.
-Φωστ.-Κεσ.
Μαύρα παχλά
(Κουκιά)
Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Τροχ.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα χρόνο σπείρισκαμ’ το χωράφ’ ένα χρόνο σάισκαμ’ το κεπί και βγάλισκαμ' παχλά
(Ένα χρόνο σπέρναμε το χωράφι, ένα χρόνο το κάναμε κήπο και βγάζαμε φασόλια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Παίριξαν ένα τσ̑ουβάλ’ παχλά
(Ἐπαιρναν ένα τσουβάλι φασόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντα παχλάια τρώς τα;
(Τα φασόλια τα τρως;)
Μισθ.
-Φατ.
|| Παροιμ.
Εγώ λέγω καλημέρα, κι ικείνο, σπέρνω παχλά
(Εγώ λέω καλημέρα, κι εκείνος, κουκιά σπέρνω˙ για καταστάσεις ασυνεννοησίας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
φασούλι
3. Φασολάδα
Μισθ.
:
Ψήσι λία φακούϊα, ψήσι λία παχλά
(Μαγείρεψε λίγες φακές, μαγείρεψε λίγα φασόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025