παχλά
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
π͑αχλά
[pʰaxˈla]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
Αρσ.
π͑αχλάς
[pʰaˈxlas]
Φάρασ.
μπαχλάς
[baˈxlas]
Φάρασ.
Πληθ.
παχλάΐα
[paxˈlaia]
Μισθ.
Αρσ.
παχλάδε
[paˈxlaðe]
Σατ., Φάρασ.
Πληθ. Αιτ.
μπαχλάς
[baˈxlas]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. bakla = κουκί, όπου και διαλεκτ. τύπ. pahla. Πβ. νεότ. μπακλά (Λεξ. Σομ., λ. χλωροκούκι).
1. Κουκιά
Αξ., Δίλ., Φλογ.
:
Παχλά μαύρα
(Μαύρα κουκκιά)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Φασόλια
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Φάρασ.
:
Άσπρα παχλά
(Φασόλια)
Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Τροχ.
-Φωστ.-Κεσ.
Μαύρα παχλά
(Κουκιά)
Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Τροχ.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα χρόνο σπείρισκαμ’ το χωράφ’ ένα χρόνο σάϊσκαμ’ το κεπί και βγάλισκαμ' παχλά
(Ένα χρόνο σπέρναμε το χωράφι, ένα χρόνο το κάναμε κήπο και βγάζαμε φασόλια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Παίριξαν ένα τσ̑ουβάλ' παχλά
(Ἐπαιρναν ένα τσουβάλι φασόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντα παχλάια τρώς τα;
(Τα φασόλια τα τρως;)
Μισθ.
-Φατ.
|| Παροιμ.
Εγώ λέγω καλημέρα, κι ικείνο, σπέρνω παχλά
(Εγώ λέω καλημέρα, κι εκείνος, κουκιά σπέρνω˙ Για καταστάσεις ασυνεννοησίας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
φασούλι :1
3. Φασολάδα
Μισθ.
:
Ψήσι λία φακούϊα, ψήσι λία παχλά
(Ψήσε λίγες φακές, ψήσε λίγα φασόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.