παφτά
(ουσ. ουδ.)
π͑αφτά
[pʰaf'ta]
Αξ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. pafta = α) τμήμα χάρτη β) μεταλλική διακόσμηση χαλιναριού γ) παξιμάδι για βίδες δ) κηλίδα, βούλα (< περσ. bāfta = κεντημένος με ασημένια ή χρυσή μεταξωτή κλωστή).
Είδος πόρπης που φορούσε η νύφη