ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παχνί (ουσ. ουδ.) παχνί [paxˈni] Αραβαν., Γούρδ. παχενί [paçeˈni] Αραβαν., Γούρδ. παχινί [paçiˈni] Μισθ. παθινί [paθiˈni] Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. παθενί [paθeˈni] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. πατνί [patˈni] Αραβαν. π͑αϊνί [pʰaiˈni] Μισθ. μπάτμο [ˈbatmo] Σίλ. Θηλ. παχνή η [paˈxni] Φάρασ. παθινή [paθiˈni] Σινασσ. μπαθινή [baθiˈni] Αφσάρ. παθενή [paθeˈni] Ανακ. πατινή [patiˈni] Φερτάκ. π͑αγινή [pʰaʝiˈni] Αξ. Πληθ. παθινιά [paθiʹɲa] Σινασσ. παχ̇ινιές [paxiˈŋes] Αξ. Νεότ. ουσ. παχνί, το οπ. από αμάρτ. παθνί, από το μεταγν. ουσ. πάθνη. Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. patnı = παχνί ως δάν. από την ελλ. (Tietze 2018: λ. patnı). Ο τύπ. μπάτμο από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. batma ως δάν. από την ελλ. (Tietze 1955: λ. 208, πάτνη, σ. 235).
1. Παχνί, λίθινο διαχώρισμα σε στάβλο για την τοποθέτηση ζωοτροφής ό.π.τ. : Έμbασιν τα κελλέδα σημ bαθινή (Έβαλε τα κεφάλια στο παχνί) Αφσάρ. -Dawk. Σέμηνε στο παθινί για να φάγ' το νιθέρ' του χτηνιού (Mπήκε στο παχνί για να φάει το κριθάρι της αγελάδας) Σινασσ. -Τακαδόπ. 'σείς ̟πάλι του χωρού τα χαϊβάνα ̟πα ̟ποίτζετε δεχούς την παχνή του αυτένdη σας; (Εσείς πάλι του χωριού τα ζώα πώς θα κάνετε χωρίς το παχνί του αφέντη σας;) Φάρασ. -Παπαδ. 'α σε λητεύουν σο παθινί να τρως άσ̑υρον τσ̑αι κ'θάρι (Θα σε δένουν στο παχνί να τρως άχυρο και κριθάρι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Ήρταν τ’ άγρια ασ’ σα βουνά, έδιωξαν τα ήμερα ασ’ σα παθινιά (Ήρθαν τα άγρια από τα βουνά, έδιωξαν τα ήμερα από τα παχνιά˙ Όταν ένας νεοφερμένος επιβάλλεται στους παλαιότερους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Το στσ̑υλί πήε σο παθινί, ’πνώνει, νε ατσ̑είνος τρώ’ νε τ' άβγο 'φήνει να φά’ (Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτε εκείνο τρώει ούτε αφήνει το άλογο να φάει˙ Για τους ανθρώπους που μπαίνουν εμπόδιο στους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαλάκι :2, κάπνη
2. Λίθινο διαχώρισμα σε κελλάρι οικίας για την διατήρηση τροφίμων Σινασσ.
3. Κόγχη στον τοίχο Σινασσ. Συνών. γιατάκι, θυρίδα, κολόκα, τρυπί, φώλι, φωλιά