γιατάκι
(ουσ. ουδ.)
γιατ͑άχ̇ι
[ʝaˈtʰaxi]
Φάρασ.
γιατάχ'
[ʝaˈtax]
Αξ., Μισθ., Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yatak = α) κρεβάτι β) κοίτη γ) διαλεκτ., κρησφύγετο, φωλιά ζώου δ) διαλεκτ., μαντρί, όπου και διαλεκτ. τύπ. yatah.
β.
Ειδικότ., στρώμα
Αξ.
:
Τ' βασιλιού το παιγί το γκεγίκ αγαπά το, χέκ' το ένα γιατάχ' 'ς κάμαρα τ' ομbρό· εκεί κοιμότον
(Του βασιλιά το παιδί το αγαπούσε το ελάφι, του έβαλε ένα στρώμα μπροστά στην κάμαρά του· εκεί κοιμόταν
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Φωλιά ζώου
Αξ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ.
:
Ντώκιν ντου λαγό σου γιατάχ'
(Χτύπησε τον λαγό στην φωλιά του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
’τον κείται να φύγ’ να πάει στο γιατάχ̇-ι-τ’
(όταν (ο λαγός) είναι να φύγει για να πάει στην φωλιά του)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Σου στσ̑ύλου το γιατάχ̇ι ξεράδιν τζ̑ο βριστσ̑ι-έται
(Στου σκύλου την φωλιά, ξεροκόμματο δεν βρίσκεται˙ λέγεται για φτωχό από τον οπ. δεν περισσεύει τίποτα για να πάρεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιούβα, φώλι, φωλιά
3. Κρησφύγετο, λημέρι
Αξ., Φάρασ.
:
Εκεί το μύλο ντιαβολιού γιατάχ' 'τον
(Εκείνος ο μύλος ήταν λημέρι διαβόλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
φωλιά