ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιατσί (ουσ. αρσ.) γιατσί [ʝaˈtsi] Ανακ. γιατσούς [ʝaˈtsus] Ανακ. γιατσίνι [ʝaˈtsini] Αφσάρ. γιατσίχ̇ι [ʝaˈtsixi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yatsı ή yatsın = η χρονική περίοδος δύο ώρες περ. μετά το ηλιοβασίλεμα. Ο τύπ. γιατσίχ̇ι πιθ. από τον τύπ. γιατσίνι αναλογ. προς ουσ. σε -ίχ̇(ι).
Ο χρόνος κατάκλισης, το βράδυ ό.π.τ. : Γένην γιατσούς (Βράδυασε) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αργά :1, βράδυ, πιτόβραδα