γιατσί
(ουσ. αρσ.)
γιατσί
[ʝaˈtsi]
Ανακ.
γιατσούς
[ʝaˈtsus]
Ανακ.
γιατσίνι
[ʝaˈtsini]
Αφσάρ.
γιατσίχ̇ι
[ʝaˈtsixi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yatsı ή yatsın = η χρονική περίοδος δύο ώρες περ. μετά το ηλιοβασίλεμα. Ο τύπ. γιατσίχ̇ι πιθ. από τον τύπ. γιατσίνι αναλογ. προς ουσ. σε -ίχ̇(ι).