γιαχουντίδικα
(ουσ.,πληθ.)
Γιαχουdίδικα
[ʝaxuˈdiðika]
Φάρασ.
Από το ουσ. Γιαχουντής και το παραγωγ. επίθμ. -ίδικα.
Η εβραϊκή γλώσσα
:
Ψέλκαν τα 12 'βαγγέλια οι παπάδε μας Ελλ'κά, Τούρτζ̑ικα, Αραβικά, Γιαχουντήδικα
(Οι παπάδες μας διάβαζαν τα 12 Ευαγγέλια στα Αρχαία Ελληνικά τα Τουρκικά, τα Αραβικά και τα Εβραϊκά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.