ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαχούτ (σύνδ.) γιαχούτ [ʝaˈxut] Τελμ., Φάρασ. γιαούτ [ʝaˈut] Μισθ. γιόοτ [ˈʝoot] Ουλαγ. γιαχότ͑ [ʝaˈhotʰ] Σεμέντρ., Τελμ., Φάρασ. γιάχοτ͑ [ˈʝahotʰ] Αραβαν., Φάρασ. Από τον τουρκ. συνδ. yahut = ή, είτε, ειδάλλως.
1. Είτε, ή Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ. : Έρχεται ένα λύκος και τρώει σε γιαχούτ έρχονται γιαbανούδια χαϊβάνια και τρων σε (Έρχεται ένας λύκος και σε τρώει ή έρχονται άγρια ζώα και σε τρώνε) Τελμ. -Dawk. Mπεγένσε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισ̑αχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαντραζαμιού, για ό,τσ̑ινα γκρεύεις (Διάλεξε ένα παλληκάρι, είτε βασιλιά παιδί είναι, είτε στρατηγού, ή ό,τι θέλεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντέ 'νι καλό ιτό 'ου πρόγαδου, αστενάρ' γιαούτ ντε γεννά (Δεν είναι καλό αυτό το πρόβατο, είναι άρρωστο ή δεν γεννάει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ας :1, γιόξα :1, γιά, κερέκ :1, χα
2. Ειδάλλως, αλλιώς Φάρασ. Συνών. γιόξα :3