γιαχούτ
(σύνδ.)
γιαχούτ
[ʝaˈxut]
Τελμ., Φάρασ.
γιαούτ
[ʝaˈut]
Μισθ.
γιόοτ
[ˈʝoot]
Ουλαγ.
γιαχότ͑
[ʝaˈhotʰ]
Σεμέντρ., Τελμ., Φάρασ.
γιάχοτ͑
[ˈʝahotʰ]
Αραβαν., Φάρασ.
Από τον τουρκ. συνδ. yahut = ή, είτε, ειδάλλως.
1. Είτε, ή
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ.
:
Έρχεται ένα λύκος και τρώει σε γιαχούτ έρχονται γιαbανούδια χαϊβάνια και τρων σε
(Έρχεται ένας λύκος και σε τρώει ή έρχονται άγρια ζώα και σε τρώνε)
Τελμ.
-Dawk.
Mπεγένσε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισ̑αχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαντραζαμιού, για ό,τσ̑ινα γκρεύεις
(Διάλεξε ένα παλληκάρι, είτε βασιλιά παιδί είναι, είτε στρατηγού, ή ό,τι θέλεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντέ 'νι καλό ιτό 'ου πρόγαδου, αστενάρ' γιαούτ ντε γεννά
(Δεν είναι καλό αυτό το πρόβατο, είναι άρρωστο ή δεν γεννάει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ας :1, γιόξα :1, γιά, κερέκ :1, χα