γιγίτι
(ουσ. ουδ.)
γιγίτι
[ʝiˈʝiti]
Φάρασ.
γιίτ'
[ʝiˈit]
Ουλαγ.
γεΐτ'
[ʝeˈit]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. yiğit = νεαρός, παλληκάρι.