γιζιλαντίζω
(ρ.)
γιζιλανdίζου
[ʝizilanˈdizu]
Μισθ.
Από το επίθ. γιζίλ και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. τουρκ. ρ. kızıllaşmak = κοκκινίζω και kızılmak = θυμώνω.