ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλάρι (ουσ. ουδ.) γιλάρ' [ʝiˈlar] Ουλαγ. 'ιλάρι [iˈlari] Σινασσ. 'ιλάρ' [iˈlar] Αραβαν., Σίλατ., Φλογ. 'ιλιάρ' [iˈʎar] Αραβαν., Δίλ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ. λιάρ' [ʎar] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. νάρ' [nar] Αξ. 'λέρ' [ler] Τελμ. γιουλάρι [ʝuˈlari] Σίλ., Φάρασ. γιουλάρ' [ʝuˈlar] Μισθ. γ̇ιβάρι [ɣiˈvari] Τσουχούρ., Φάρασ. γιουβάρι [ʝuˈvari] Φάρασ. 'ιβάρι [iˈvari] Φάρασ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. yular = χαλινάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yılar, τα οπ. από αρχ. εὔληρα = ηνία (για την ετυμολόγηση του τουρκ. τύπ. βλ. Nisanyan (2002-2022: λ. yular). Πβ. και Ἡσύχ. Ε 861 «εἴλεα· †ἄθλια. χαλινοί. δεσμοί. φιμοί. δέραια».
1. Καπίστρι, χαλινάρι ό.π.τ. : Ας 'ένω ένα καλό ντεβέ· πάας με, πούλ' με αμά το γιλάρι μ' με το ντέκεις (Ας γίνω μιά καλή καμήλα· πήγαινέ με, πούλα με αλλά το καπίστρι μου μην το δώσεις) Ουλαγ. -Dawk. 'ενdουνε γαϊρίδι· δέβασεν α 'ιβάρι (Αυτή μεταμορφώθηκε σε γαϊδούρι· της πέρασε χαλινάρι) Φάρασ. -Dawk. Του ταβρίν̑κεν του πεϊκιρού το γ̇ιβάρι ο τσ̑ιράχος (O ακόλουθος που τραβούσε το καπίστρι του αλόγου) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Ντίνω το λιάρ' σα χέρια (Δίνω το χαλινάρι στα χέρια˙ άγομαι και φέρομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το χαράμι το ιβάρι παγάζει το χαλάλι το γαϊρίδι (Το απλήρωτο καπίστρι παίρνει μαζί του το πληρωμένο γαϊδούρι˙ για ένα πολύ μικρό χρέος μπορεί κάποιος να χάσει ολόκληρη περιουσία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το κλεμμένο το 'ιβάρι σο γαϊρίδι έσ̑ει ζαράρι (Το κλεμμένο το καπίστρι κάνει ζημιά στο γαϊδούρι˙ το ίδιο) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. γεντέκι, γκέμι, ντιζγκίν
2. Το σχοινί με το οπ. έδεναν μεταξύ τους τα ζώα του καραβανιού Μισθ., Σινασσ.