γιλανός
(ουσ. αρσ.)
γιλανός
[ʝilaˈnos]
Σινασσ.
γιλιανός
[ʝiʎaˈnos]
Σινασσ.
Από το αμάρτ. ουσ. *γλάνος, μεγεθ. του αρχ. γλάνις (βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 117) ή γλάνιος.
Το ποτάμιο και λιμναίο ψάρι σίλουρος ο γλάνις (silurus glanis) της οικογενείας των Σιλουριδών (siluridae), κοινώς γουλιανός
Συνών.
γιαγίνι