γιλαμπαλίχι
(ουσ. ουδ.)
γιλαbαλίχ̇ι
[ʝilabaˈlixi]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. yılan balığı = χέλι (< yılan = φίδι + balık = ψάρι).
Χέλι