ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλντίζ (ουσ. ουδ.) γιλντίζ [ʝilˈdiz] Αραβ. γιλτίζ [ʝilˈtiz] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. yıldız = α) άστρο β) αστέρας του κινηματογράφου γ) πολικός αστέρας δ) αστερίσκος.
Άστρο ό.π.τ. : Τα κλέφτια, που ξέβαν το γιλντίζ', κέιτσεν (Οι κλέφτες, όταν βγήκε το άστρο, (τους) ξεγύμνωσαν) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Πέτασεν το σαφάχ και ξέβην το πρωινό το γιλτίζ (Φάνηκε η αυγή και βγήκε το πρωινό άστρο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Εφτά γιλτίζα̈ (Εφτά άστρα˙ ο αστερισμός της Άρκτου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αστέρας, άστρο