γιλντίζ
(ουσ. ουδ.)
γιλντίζ
[ʝilˈdiz]
Αραβ.
γιλτίζ
[ʝilˈtiz]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yıldız = α) άστρο β) αστέρας του κινηματογράφου γ) πολικός αστέρας δ) αστερίσκος.
Άστρο
ό.π.τ.
:
Τα κλέφτια, που ξέβαν το γιλντίζ', κέιτσεν
(Οι κλέφτες, όταν βγήκε το άστρο, (τους) ξεγύμνωσαν)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Πέτασεν το σαφάχ και ξέβην το πρωινό το γιλτίζ
(Φάνηκε η αυγή και βγήκε το πρωινό άστρο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Εφτά γιλτίζα̈
(Εφτά άστρα˙ ο αστερισμός της Άρκτου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αστέρας, άστρο