γιλλούς
(επίθ.)
γ̇ιλ-λούς
[ʝilˈlus]
Φάρασ.
γιλούς
[ʝiˈlus]
Σίλ.
Θηλ.
γιλ-λούσα
[ɣilˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kıllı = μαλλιαρός.
Μαλλιαρός, τριχωτός
ό.π.τ.
:
Τιας σκούνdους πολύ γιλούς ε'
(Αυτός ο σκύλος είναι πολύ μαλλιαρός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μαλλιάρης, τουγιάρης, τραχαριέρης, τριχερός