ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλλούς (επίθ.) γ̇ιλ-λούς [ʝilˈlus] Φάρασ. γιλούς [ʝiˈlus] Σίλ. Θηλ. γιλ-λούσα [ɣilˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kıllı = μαλλιαρός.
Μαλλιαρός, τριχωτός ό.π.τ. : Τιας σκούνdους πολύ γιλούς ε' (Αυτός ο σκύλος είναι πολύ μαλλιαρός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. μαλλιάρης, τουγιάρης, τραχαριέρης, τριχερός